- ναρκιώ
- ναρκιῶ, -άω (ΑΜ)είμαι νωθρός, γίνομαι δυσκίνητος, οκνηρός, αδρανής, ναρκώνομαιαρχ.είμαι μουδιασμένος, μουδιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκ-ιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek